κραγιόνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κραγιόνι | τα | κραγιόνια |
| γενική | του | κραγιονιού | των | κραγιονιών |
| αιτιατική | το | κραγιόνι | τα | κραγιόνια |
| κλητική | κραγιόνι | κραγιόνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kraˈʝo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρα‐γιό‐νι
Ουσιαστικό
κραγιόνι ουδέτερο
- χρωματιστό μολύβι ζωγραφικής
- (κατ’ επέκταση) έργο ή είδος ζωγραφικής με τέτοιο μολύβι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κραγιόν
Μεταφράσεις
κραγιόνι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.