κραγιόνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κραγιόνι τα κραγιόνια
      γενική του κραγιονιού των κραγιονιών
    αιτιατική το κραγιόνι τα κραγιόνια
     κλητική κραγιόνι κραγιόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κραγιόνι < κραγιόν + < γαλλική crayon < craie < λατινική creta

Προφορά

ΔΦΑ : /kraˈʝo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κραγιόνι

Ουσιαστικό

κραγιόνι ουδέτερο

  1. χρωματιστό μολύβι ζωγραφικής
  2. (κατ’ επέκταση) έργο ή είδος ζωγραφικής με τέτοιο μολύβι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.