κούρμπενο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κούρμπενο | τα | κούρμπενα |
| γενική | του | κούρμπενου | των | κούρμπενων |
| αιτιατική | το | κούρμπενο | τα | κούρμπενα |
| κλητική | κούρμπενο | κούρμπενα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουρμπένι
- κουρπενιά
- κουρπινιά
Μεταφράσεις
κούρμπενο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.