αγράμπελη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγράμπελη οι αγράμπελες
      γενική της αγράμπελης των αγράμπελων
    αιτιατική την αγράμπελη τις αγράμπελες
     κλητική αγράμπελη αγράμπελες
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ψηλή αγράμπελη

Ετυμολογία

αγράμπελη < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀγριάμπελος μετάπλαση και και παρετυμολογήθηκε από την λέξη αγρός

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈɣɾam.be.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγράμπελη

Ουσιαστικό

αγράμπελη θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.