κουφέτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουφέτο | τα | κουφέτα |
| γενική | του | κουφέτου | των | κουφέτων |
| αιτιατική | το | κουφέτο | τα | κουφέτα |
| κλητική | κουφέτο | κουφέτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

κόκκινα κουφέτα από την Ιταλία
Ετυμολογία
- κουφέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική confetto
Ουσιαστικό
κουφέτο ουδέτερο
- το μικρό ζαχαρωτό, συνήθως ωοειδούς σχήματος, που αποτελείται από ένα αμύγδαλο ή σοκολάτα με επικάλυψη από σκληρό στρώμα ζάχαρης και που προσφέρεται στους γάμους και στα βαφτίσια
- (μεταφορικά) τα πολύ άσπρα ή πολύ καθαρά ρούχα
- σαν κουφέτα έγιναν τα σεντόνια
- (μεταφορικά) κάτι πολύ όμορφο, τρυφερό και ανάλαφρο (συνήθως λέγεται για μικρό παιδί)
Συγγενικά
- κουφετάκι
Εκφράσεις
- θα φάμε κουφέτα: για γάμο που επίκειται
- πότε θα φάμε κουφέτα, Γιάννη; (πότε παντρεύεσαι;)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.