κουτουπώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κουτουπώνω < τουρκική kutu (αργκό: γυναικείος κόλπος) < νέα ελληνικά κουτί (αντιδάνειο) < μεσαιωνική ελληνική κυτίον < αρχαία ελληνική κύτος
Ρήμα
κουτουπώνω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κουτουπώνω | κουτούπωνα | θα κουτουπώνω | να κουτουπώνω | κουτουπώνοντας | |
| β' ενικ. | κουτουπώνεις | κουτούπωνες | θα κουτουπώνεις | να κουτουπώνεις | κουτούπωνε | |
| γ' ενικ. | κουτουπώνει | κουτούπωνε | θα κουτουπώνει | να κουτουπώνει | ||
| α' πληθ. | κουτουπώνουμε | κουτουπώναμε | θα κουτουπώνουμε | να κουτουπώνουμε | ||
| β' πληθ. | κουτουπώνετε | κουτουπώνατε | θα κουτουπώνετε | να κουτουπώνετε | κουτουπώνετε | |
| γ' πληθ. | κουτουπώνουν(ε) | κουτούπωναν κουτουπώναν(ε) |
θα κουτουπώνουν(ε) | να κουτουπώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κουτούπωσα | θα κουτουπώσω | να κουτουπώσω | κουτουπώσει | ||
| β' ενικ. | κουτούπωσες | θα κουτουπώσεις | να κουτουπώσεις | κουτούπωσε | ||
| γ' ενικ. | κουτούπωσε | θα κουτουπώσει | να κουτουπώσει | |||
| α' πληθ. | κουτουπώσαμε | θα κουτουπώσουμε | να κουτουπώσουμε | |||
| β' πληθ. | κουτουπώσατε | θα κουτουπώσετε | να κουτουπώσετε | κουτουπώστε | ||
| γ' πληθ. | κουτούπωσαν κουτουπώσαν(ε) |
θα κουτουπώσουν(ε) | να κουτουπώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κουτουπώσει | είχα κουτουπώσει | θα έχω κουτουπώσει | να έχω κουτουπώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κουτουπώσει | είχες κουτουπώσει | θα έχεις κουτουπώσει | να έχεις κουτουπώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κουτουπώσει | είχε κουτουπώσει | θα έχει κουτουπώσει | να έχει κουτουπώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κουτουπώσει | είχαμε κουτουπώσει | θα έχουμε κουτουπώσει | να έχουμε κουτουπώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κουτουπώσει | είχατε κουτουπώσει | θα έχετε κουτουπώσει | να έχετε κουτουπώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κουτουπώσει | είχαν κουτουπώσει | θα έχουν κουτουπώσει | να έχουν κουτουπώσει |
| |
Μεταφράσεις
κουτουπώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.