κουτουπώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κουτουπώνω < τουρκική kutu (αργκό: γυναικείος κόλπος) < νέα ελληνικά κουτί (αντιδάνειο) < μεσαιωνική ελληνική κυτίον < αρχαία ελληνική κύτος

Ρήμα

κουτουπώνω

  1. (λαϊκότροπο) αρπάζω (απ' τα μαλλιά), πιάνω
  2. (λαϊκότροπο) ορμάω με σεξουαλικές διαθέσεις (για άνδρα)
  3. (λαϊκότροπο) προβαίνω σε επιθετικές ερωτικές περιπτύξεις επιχειρώντας συνουσία

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.