κουρκούτι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουρκούτι | τα | κουρκούτια |
| γενική | του | κουρκουτιού | των | κουρκουτιών |
| αιτιατική | το | κουρκούτι | τα | κουρκούτια |
| κλητική | κουρκούτι | κουρκούτια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Λεπτόρρευστο κουρκούτι
Ετυμολογία
- κουρκούτι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουρκούτιν, άγνωστης ετυμολογίας. Υπόθεση σύνδεση με το τουρκικό kükürt (θειάφι) λόγω ομοιότητας χρώματος.[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kuɾˈku.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κουρ‐κού‐τι
Ουσιαστικό
κουρκούτι ουδέτερο
- κουρκούτη (θηλυκό, δημοτική)
Εκφράσεις
- γίνομαι κουρκούτι / το μυαλό μου έγινε κουρκούτι: ζαλίζομαι από την πολύωρη πνευματική εργασία
Παροιμίες
- καμαρώνει το κουρκούτι και γυρεύει πρόβειο γάλα
Συγγενικά
- κουρκούτης (αρσενικό), κουρκούτα (θηλυκό)
- κουρκουτιάζω
- κουρκουτιασμένος
διαφορετικού ετύμου:
- κούρκος (σλαβικής προέλευσης)
διαλεκτικά, σημασία: ανακατεύω
- κουρκουτερά
- κουρκουτεύω
διαλεκτικό, σημασία: σαύρα
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- κουρκούτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.