αλευριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλευριά οι αλευριές
      γενική της αλευριάς των αλευριών
    αιτιατική την αλευριά τις αλευριές
     κλητική αλευριά αλευριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλευριά < αλεύρ(ι) +-ιά

Ουσιαστικό

αλευριά θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.