κουράδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουράδι | τα | κουράδια |
| γενική | του | κουραδιού | των | κουραδιών |
| αιτιατική | το | κουράδι | τα | κουράδια |
| κλητική | κουράδι | κουράδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουράδι < μεσαιωνική ελληνική κουράδιον < (ελληνιστική κοινή) *σκωράδιον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική σκῶρ
- κουράδι < μεσαιωνική ελληνική κουράδιν < κουρά + -άδιν (ή ιταλικής αρχής)
- κουράδι < αρμενική քուրայ (kʿuray) (καμίνι)
Ουσιαστικό
κουράδι ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.