κουράδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουράδι τα κουράδια
      γενική του κουραδιού των κουραδιών
    αιτιατική το κουράδι τα κουράδια
     κλητική κουράδι κουράδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  1. κουράδι < μεσαιωνική ελληνική κουράδιον < (ελληνιστική κοινή) *σκωράδιον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική σκῶρ
  2. κουράδι < μεσαιωνική ελληνική κουράδιν < κουρά + -άδινιταλικής αρχής)
  3. κουράδι < αρμενική քուրայ (kʿuray) (καμίνι)

Ουσιαστικό

κουράδι ουδέτερο

  1. η κουράδα, το σκατό, το περίττωμα, το προϊόν κένωσης
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη περίττωμα
  2. (κρητικά) το κοπάδι (αιγοπροβάτων)
  3. (καππαδοκικά) άλλη μορφή του κουρά (ορυχείο σιδήρου)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.