σκῶρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σκωρ- σκᾰτ-
ονομαστική τὸ σκῶρ τὰ σκατᾰ́
      γενική τοῦ σκατός τῶν σκατῶν
      δοτική τῷ σκατῐ́ τοῖς σκασῐ́(ν)
    αιτιατική τὸ σκῶρ τὰ σκατᾰ́
     κλητική ! σκῶρ σκατᾰ́
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκάτε
γεν-δοτ τοῖν  σκατοῖν
Δείτε και τη μορφή: τὸ σκάτος, τοῦ σκάτους.
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'ανώμαλα' όπως «σκῶρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκῶρ < πρωτοελληνική *skṓr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sḱṓr < *sóḱr̥ (περίττωμα, κοπριά)

Ουσιαστικό

σκῶρ, σκατός ουδέτερο

  • δωρικός τύπος σκώρ
  • σκάτος, γενική σκάτους

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.