σκῶρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| σκωρ- σκᾰτ- | |||||
| ονομαστική | τὸ | σκῶρ | τὰ | σκατᾰ́ | |
| γενική | τοῦ | σκατός | τῶν | σκατῶν | |
| δοτική | τῷ | σκατῐ́ | τοῖς | σκασῐ́(ν) | |
| αιτιατική | τὸ | σκῶρ | τὰ | σκατᾰ́ | |
| κλητική ὦ! | σκῶρ | σκατᾰ́ | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκάτε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | σκατοῖν | |||
| Δείτε και τη μορφή: τὸ σκάτος, τοῦ σκάτους. | |||||
| ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'ανώμαλα' όπως «σκῶρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
σκῶρ, σκατός ουδέτερο
- περίττωμα, σκατό
- Εἶτα βόρβορον πολὺν καὶ σκῶρ ἀείνων (Αριστοφάνης, Βάτραχοι, 146)
- δωρικός τύπος σκώρ
- σκάτος, γενική σκάτους
Πηγές
- σκῶρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκῶρ, σκώρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.