swing

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
swing swings

swing (en)

  • η κούνια
    a swing at a playground - μια κούνια σε μία παιδική χαρά

Εκφράσεις

Ρήμα

ενεστώτας swing
γ΄ ενικό ενεστώτα swings
αόριστος swung
παθητική μετοχή swung
ενεργητική μετοχή swinging
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

swing (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) αιωρούμαι, κουνώ, κινούμαι προς τα πίσω ή προς τα εμπρός ή από πλευρά σε πλευρά ενώ κρέμομαι από ένα σταθερό σημείο ή κάνω κάτι να το κάνει αυτό
    The pendulum is swinging.
    Αιωρείται το εκκρεμές.
    I am swinging in a swing.
    Κουνιέμαι σε κούνια.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη oscillate
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) στρέφομαι απότομα, γυρίζω ή αλλάζω την κατεύθυνση μου ξαφνικά ή κάνω κάτι να το κάνει αυτό
    He swung around to face me.
    Στράφηκε απότομα να με αντιμετωπίσει.

Εκφράσεις

σημασία ταλαντεύομαι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.