swing
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| swing | swings |
swing (en)
- η κούνια
- ↪ a swing at a playground - μια κούνια σε μία παιδική χαρά
Εκφράσεις
Ρήμα
| ενεστώτας | swing |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | swings |
| αόριστος | swung |
| παθητική μετοχή | swung |
| ενεργητική μετοχή | swinging |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
swing (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αιωρούμαι, κουνώ, κινούμαι προς τα πίσω ή προς τα εμπρός ή από πλευρά σε πλευρά ενώ κρέμομαι από ένα σταθερό σημείο ή κάνω κάτι να το κάνει αυτό
- (μεταβατικό και αμετάβατο) στρέφομαι απότομα, γυρίζω ή αλλάζω την κατεύθυνση μου ξαφνικά ή κάνω κάτι να το κάνει αυτό
- ↪ He swung around to face me.
- Στράφηκε απότομα να με αντιμετωπίσει.
- ↪ He swung around to face me.
Εκφράσεις
σημασία ταλαντεύομαι
- swing from side to side
- swing back and forth
- swing backwards and forwards
- swing to and fro
Πηγές
- swing (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- swing (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 825. ISBN 9780194325684., λήμμα: στρέφω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.