κουκλίστικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουκλίστικος η κουκλίστικη το κουκλίστικο
      γενική του κουκλίστικου της κουκλίστικης του κουκλίστικου
    αιτιατική τον κουκλίστικο την κουκλίστικη το κουκλίστικο
     κλητική κουκλίστικε κουκλίστικη κουκλίστικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουκλίστικοι οι κουκλίστικες τα κουκλίστικα
      γενική των κουκλίστικων των κουκλίστικων των κουκλίστικων
    αιτιατική τους κουκλίστικους τις κουκλίστικες τα κουκλίστικα
     κλητική κουκλίστικοι κουκλίστικες κουκλίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κουκλίστικος < κούκλα + -ίστικος

Επίθετο

κουκλίστικος

  1. που έχει σχέση με κούκλα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (κατ’ επέκταση) όμορφος και χαριτωμένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.