κουκλίστικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κουκλίστικος | η | κουκλίστικη | το | κουκλίστικο |
| γενική | του | κουκλίστικου | της | κουκλίστικης | του | κουκλίστικου |
| αιτιατική | τον | κουκλίστικο | την | κουκλίστικη | το | κουκλίστικο |
| κλητική | κουκλίστικε | κουκλίστικη | κουκλίστικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κουκλίστικοι | οι | κουκλίστικες | τα | κουκλίστικα |
| γενική | των | κουκλίστικων | των | κουκλίστικων | των | κουκλίστικων |
| αιτιατική | τους | κουκλίστικους | τις | κουκλίστικες | τα | κουκλίστικα |
| κλητική | κουκλίστικοι | κουκλίστικες | κουκλίστικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
κουκλίστικος
- που έχει σχέση με κούκλα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (κατ’ επέκταση) όμορφος και χαριτωμένος
Συγγενικά
- κουκλίστικα
- → δείτε τη λέξη κούκλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.