κου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

κου < φθόγγος [k] που γράφεται με το γράμμα κάπα + [u] για δημιουργία συλλαβής

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈku/ ή άτονο, σε συμπροφορά με επόμενα γράμματα: /ku/

Ουσιαστικό

κου ουδέτερο άκλιτο

  • (ανεπίσημο, προφορικό) το γράμμα κάπα (Κ, κ) σε απαγγελία

Επίσης δείτε:

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

κου: συντομογραφία κλιτικού τύπου

Προφορά

ΔΦΑ : /ciˈɾi.u/

Συντομομορφή

κου / Κου αρσενικό συντομογραφία

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Επίρρημα

  • ιωνικός τύπος του που

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.