κος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κος < αρχικό και τελικά γράμματα του κύριος. Δείτε και το αγγλικό, γαλλικό, Mr

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈci.ɾi.os/

Συντομομορφή

κος συντομογραφία κλιτή στον ενικό (θηλυκό κα: κυρία)

  • κύριος
    1. ακολουθεί το όνομα ή επώνυμο
      κος Νίκος, του κου Παπαδόπουλου, προς τον κο Παπαδόπουλο
      αλλά: οι κ. Παπαδόπουλος και Κωνσταντόπουλος
    2. (ιδίως στον τύπο) ακολουθεί αξίωμα
      ο κος' πρόεδρος

Σημειώσεις

  • Γράφεται και με κεφαλαίο αρχικό: Κος, (θηλυκό Κα)
  • γενική ενικού: κου / Κου(κυρίου)
  • παλαιά αιτιατική ενικού: κον (κύριον, όπως στην αναγραφή σε επιστολές: προς τον κύριο)

Μεταφράσεις

Πηγές

  • κύριος(2) (& σχόλια, συντομογραφίες) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  • κύριος & κ. - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.