κος
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈci.ɾi.os/
Συντομομορφή
κος συντομογραφία κλιτή στον ενικό (θηλυκό κα: κυρία)
- κ. (στον πληθυντικό κ. & κατά το γαλλικό M.M.: κ.κ.=κύριοι)
Σημειώσεις
Πηγές
- κύριος(2) (& σχόλια, συντομογραφίες) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- κύριος & κ. - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.