κοσμοσυρροή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοσμοσυρροή | οι | κοσμοσυρροές |
| γενική | της | κοσμοσυρροής | των | κοσμοσυρροών |
| αιτιατική | την | κοσμοσυρροή | τις | κοσμοσυρροές |
| κλητική | κοσμοσυρροή | κοσμοσυρροές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κοσμοσυρροή θηλυκό
- μεγάλο πλήθος ανθρώπων που έχει συγκεντρωθεί σε ένα μέρος
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.