κοσμοπλημμύρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοσμοπλημμύρα οι κοσμοπλημμύρες
      γενική της κοσμοπλημμύρας των κοσμοπλημμυρών
    αιτιατική την κοσμοπλημμύρα τις κοσμοπλημμύρες
     κλητική κοσμοπλημμύρα κοσμοπλημμύρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κοσμοπλημμύρα σε δρόμο της Ισπανίας

Ετυμολογία

κοσμοπλημμύρα < κοσμο- + πλημμύρα

Ουσιαστικό

κοσμοπλημμύρα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.