κοσμογέννηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοσμογέννηση οι κοσμογεννήσεις
      γενική της κοσμογέννησης* των κοσμογεννήσεων
    αιτιατική την κοσμογέννηση τις κοσμογεννήσεις
     κλητική κοσμογέννηση κοσμογεννήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοσμογεννήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοσμογέννηση < μεσαιωνική ελληνική κοσμογέννησις < αρχαία ελληνική κόσμος + γέννησις (< γεννῶ)

Ουσιαστικό

κοσμογέννηση θηλυκό

  1. η γέννηση του κόσμου, η δημιουργία του
  2. (φυσική) σπανιότερη μορφή του κοσμογένεση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.