κοσμηματοθήκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοσμηματοθήκη | οι | κοσμηματοθήκες |
| γενική | της | κοσμηματοθήκης | των | κοσμηματοθηκών |
| αιτιατική | την | κοσμηματοθήκη | τις | κοσμηματοθήκες |
| κλητική | κοσμηματοθήκη | κοσμηματοθήκες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Αναφορές
- κοσμηματοθήκη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
