κορσές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κορσές οι κορσέδες
      γενική του κορσέ των κορσέδων
    αιτιατική τον κορσέ τους κορσέδες
     κλητική κορσέ κορσέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κορσές του 19ου αιώνα

Ετυμολογία

κορσές < (άμεσο δάνειο) γαλλική corset + [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /koɾˈses/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κορσές

Ουσιαστικό

κορσές αρσενικό

  • (ενδυμασία) ειδικό ελαστικό εσώρουχο που σφίγγει τη μέση ή την περιφέρεια

Εκφράσεις

  • μου έγινε στενός κορσές

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.