κορμοφράγματα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | κορμοφράγματα | ||
| γενική | των | κορμοφραγμάτων | ||
| αιτιατική | τα | κορμοφράγματα | ||
| κλητική | κορμοφράγματα | |||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /koɾ.moˈfɾaɣ.ma.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κορ‐μο‐φράγ‐μα‐τα
Ουσιαστικό
κορμοφράγματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- φράγματα τα οποία κατασκευάζονται από κορμούς που έχουν καεί και τοποθετούνται στις διατομές ρεμάτων ώστε να συγκρατείται το χώμα από παράσυρση
- ※ Ουδείς περιμένει θαύματα. Αλλά κορμοφράγματα ναι. Οι Ευβοείς δεν θα περίμεναν να έχουν τελειώσει τόσο σύντομα τα αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα.
- Παντελής Μπουκάλας, Κορμοφράγματα χρειάζονται, όχι θαύματα, Η Καθημερινή, 12 Οκτωβρίου 2021
- ※ Ουδείς περιμένει θαύματα. Αλλά κορμοφράγματα ναι. Οι Ευβοείς δεν θα περίμεναν να έχουν τελειώσει τόσο σύντομα τα αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα.
Μεταφράσεις
κορμοφράγματα
|
|
Πηγές
- κορμοφράγματα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.