κορμάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κορμάκι τα κορμάκια
      γενική
    αιτιατική το κορμάκι τα κορμάκια
     κλητική κορμάκι κορμάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κορμάκι < κορμ(ί) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

κορμάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό της λέξης κορμί
  2. γυναικείο ρούχο, σε σχήμα ολόσωμου γυναικείου μαγιό, που φοριέται κυρίως στο χορό ή τη γυμναστική αλλά και σαν εσώρουχο
  3. ρούχο για μωρά που καλύπτει όλο το σώμα, τα χέρια και τα πόδια

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κορμί

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.