κοριτσίστικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοριτσίστικος | η | κοριτσίστικη | το | κοριτσίστικο |
| γενική | του | κοριτσίστικου | της | κοριτσίστικης | του | κοριτσίστικου |
| αιτιατική | τον | κοριτσίστικο | την | κοριτσίστικη | το | κοριτσίστικο |
| κλητική | κοριτσίστικε | κοριτσίστικη | κοριτσίστικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοριτσίστικοι | οι | κοριτσίστικες | τα | κοριτσίστικα |
| γενική | των | κοριτσίστικων | των | κοριτσίστικων | των | κοριτσίστικων |
| αιτιατική | τους | κοριτσίστικους | τις | κοριτσίστικες | τα | κοριτσίστικα |
| κλητική | κοριτσίστικοι | κοριτσίστικες | κοριτσίστικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- κοριτσίστικα
- → δείτε τη λέξη κορίτσι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.