ποδανά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | ποδανά | ||
| γενική | των | ποδανών | ||
| αιτιατική | τα | ποδανά | ||
| κλητική | ποδανά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ποδανά < ανάποδα
Ουσιαστικό
ποδανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η ιδιωματική συνθηματική διάλεκτος γενικά με χρήση αναγραμματισμών κυρίως, όμως, με τη μεταφορά της πρώτης συλλαβής στο τέλος
- στα ποδανά το "μέπα νεμασί;" σημαίνει "πάμε σινεμά;"
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.