κονόμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κονόμα | οι | κονόμες |
| γενική | της | κονόμας | — | |
| αιτιατική | την | κονόμα | τις | κονόμες |
| κλητική | κονόμα | κονόμες | ||
| Η γενική πληθυντικού -..όμων δεν υπάρχει. | ||||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κονόμα θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
- κονομημένος
- κονομάω
- → δείτε τις λέξεις οικονομώ, οίκος και νέμω
Μεταφράσεις
κονόμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.