οικονομώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

οικονομώ < αρχαία ελληνική οἰκονομέω, -ῶ < οἰκονόμος < οἶκος + νέμω

Ρήμα

οικονομώ

  1. (και οικονομάω) κερδίζω, αποκτώ ως εισόδημα
  2. προσπορίζομαι, αποκτώ για τον εαυτό μου
  3. προσπορίζω, βρίσκω κάτι και το παρέχω σε κάποιον

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.