κονταρομάχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κονταρομάχος οι κονταρομάχοι
      γενική του κονταρομάχου των κονταρομάχων
    αιτιατική τον κονταρομάχο τους κονταρομάχους
     κλητική κονταρομάχε κονταρομάχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κονταρομάχος < από τη λόγια λέξη κονταρομαχία

Ουσιαστικό

κονταρομάχος αρσενικό

  1. εκείνος που μάχεται με κοντάρι (π.χ. στο μεσαίωνα)
  2. ο ιδεαλιστής που δίνει μάχες για ιδανικά και υπερασπίζεται τους αδύναμους
  3. (μεταφορικά) ο ισχυρός, ο ανδρείος, ο εξουσιαστής
    Ηλιος κονταρομάχος, παντοκράτορας της ερημιάς (Ρίτσος, η δίψα του Μυστρά)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.