κονταρομάχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κονταρομάχος | οι | κονταρομάχοι |
| γενική | του | κονταρομάχου | των | κονταρομάχων |
| αιτιατική | τον | κονταρομάχο | τους | κονταρομάχους |
| κλητική | κονταρομάχε | κονταρομάχοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κονταρομάχος < από τη λόγια λέξη κονταρομαχία
Ουσιαστικό
κονταρομάχος αρσενικό
Μεταφράσεις
κονταρομάχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.