κονκλάβιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κονκλάβιο | τα | κονκλάβια |
| γενική | του | κονκλάβιου & κονκλαβίου |
των | κονκλάβιων & κονκλαβίων |
| αιτιατική | το | κονκλάβιο | τα | κονκλάβια |
| κλητική | κονκλάβιο | κονκλάβια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κονκλάβιο ουδέτερο
- το δωμάτιο όπου συνεδριάζουν οι καρδινάλιοι προκειμένου να εκλέξουν τον νέο πάπα
- το ίδιο το συμβούλιο των καρδιναλίων
- (μειωτικό) μυστικοσυμβούλιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.