κονκλάβιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κονκλάβιο τα κονκλάβια
      γενική του κονκλάβιου
& κονκλαβίου
των κονκλάβιων
& κονκλαβίων
    αιτιατική το κονκλάβιο τα κονκλάβια
     κλητική κονκλάβιο κονκλάβια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κονκλάβιο < λατινική conclave < con- + clavis (κλειδί), δωμάτιο που μπορεί να κλειδωθεί

Ουσιαστικό

κονκλάβιο ουδέτερο

  1. το δωμάτιο όπου συνεδριάζουν οι καρδινάλιοι προκειμένου να εκλέξουν τον νέο πάπα
  2. το ίδιο το συμβούλιο των καρδιναλίων
  3. (μειωτικό) μυστικοσυμβούλιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.