κομμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κομμός | οι | κομμοί |
| γενική | του | κομμού | των | κομμών |
| αιτιατική | τον | κομμό | τους | κομμούς |
| κλητική | κομμέ | κομμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κομμός < αρχαία ελληνική κομμός < κόπτω
Ουσιαστικό
κομμός αρσενικό
- (λογοτεχνία) είδος θρηνητικού τραγουδιού που αδόταν από τον χορό και τους πρωταγωνιστές αρχαίας τραγωδίας
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κόβω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.