αποκομματικοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποκομματικοποίηση οι αποκομματικοποιήσεις
      γενική της αποκομματικοποίησης* των αποκομματικοποιήσεων
    αιτιατική την αποκομματικοποίηση τις αποκομματικοποιήσεις
     κλητική αποκομματικοποίηση αποκομματικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκομματικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποκομματικοποίηση < απο- + κομματικοποίηση

Ουσιαστικό

αποκομματικοποίηση θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.