κολοβακτηρίδιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κολοβακτηρίδιο | τα | κολοβακτηρίδια |
| γενική | του | κολοβακτηριδίου & κολοβακτηρίδιου |
των | κολοβακτηριδίων |
| αιτιατική | το | κολοβακτηρίδιο | τα | κολοβακτηρίδια |
| κλητική | κολοβακτηρίδιο | κολοβακτηρίδια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

κολοβακτηρίδιο Escherichia coli
Ετυμολογία
- κολοβακτηρίδιο < κόλον + -ο- + βακτηρίδιο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική colibacillus[1])
Ουσιαστικό
κολοβακτηρίδιο ουδέτερο
- (βιολογία) βακτηρίδιο που βρίσκεται στο κόλον ή άλλα σημεία του εντέρου και υπό ορισμένες συνθήκες είναι παθογόνο
-
Coliform bacteria στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.