κολοβακτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κολοβακτήριο | τα | κολοβακτήρια |
| γενική | του | κολοβακτηρίου & κολοβακτήριου |
των | κολοβακτηρίων |
| αιτιατική | το | κολοβακτήριο | τα | κολοβακτήρια |
| κλητική | κολοβακτήριο | κολοβακτήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

κολοβακτήριο Escherichia coli
-
Coliform bacteria στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
κολοβακτήριο
|
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.