κολιτσίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κολιτσίνα | οι | κολιτσίνες |
| γενική | της | κολιτσίνας | των | κολιτσίνων |
| αιτιατική | την | κολιτσίνα | τις | κολιτσίνες |
| κλητική | κολιτσίνα | κολιτσίνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κολιτσίνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κολιτσίνα θηλυκό
- (χαρτοπαίγνιο) παιχνίδι που παίζεται με τράπουλα που περιέχει τα κλασικά 52 φύλλα
- (συνεκδοχικά) (παρωχημένο) η τράπουλα (με τα κλασικά 52 φύλλα)
Μεταφράσεις
κολιτσίνα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.