κολιτσίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολιτσίνα οι κολιτσίνες
      γενική της κολιτσίνας των κολιτσίνων
    αιτιατική την κολιτσίνα τις κολιτσίνες
     κλητική κολιτσίνα κολιτσίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολιτσίνα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κολιτσίνα θηλυκό

  1. (χαρτοπαίγνιο) παιχνίδι που παίζεται με τράπουλα που περιέχει τα κλασικά 52 φύλλα
  2. (συνεκδοχικά) (παρωχημένο) η τράπουλα (με τα κλασικά 52 φύλλα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.