κολτσίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολτσίνα οι κολτσίνες
      γενική της κολτσίνας των κολτσίνων
    αιτιατική την κολτσίνα τις κολτσίνες
     κλητική κολτσίνα κολτσίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

 δείτε τη λέξη κοντσίνα

Ουσιαστικό

κολτσίνα θηλυκό  δείτε τη λέξη κοντσίνα

Μεταφράσεις

 δείτε τη λέξη κοντσίνα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.