κολεκτιβοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
κολεκτιβοποιώ
- (οικονομία, πολιτική) εφαρμόζω τον κολεκτιβισμό
- (ειδικότερα) η διαδικασία της μετατροπής της ατομικής αγροτικής ιδιοκτησίας και καλλιέργειας σε συλλογική με τη δημιουργία αγροτικής κολεκτίβας (κολχόζ)
Ταυτόσημο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κολεκτιβοποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.