κολεκτίβα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κολεκτίβα | οι | κολεκτίβες |
| γενική | της | κολεκτίβας | των | κολεκτίβων |
| αιτιατική | την | κολεκτίβα | τις | κολεκτίβες |
| κλητική | κολεκτίβα | κολεκτίβες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κολεκτίβα < (λόγιο δάνειο) ρωσική коллекти́в, γενική: коллекти́ва < λατινική collectivus (συνολικός)[1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.leˈkti.va/
Ουσιαστικό
κολεκτίβα θηλυκό
- (πολιτική) ομάδα δράσης (φοιτητική, επιστημονική, κινηματική, πολιτική, κοινωνική, καλλιτεχνική, αγροτική κτλ.)
- (σοσιαλισμός, κομμουνισμός) παραγωγική μονάδα σε σοσιαλιστικό σύστημα που διευθύνεται συλλογικά από τους εργαζόμενους σε ισότιμη συνεργατική-συνεταιριστική βάση
- κολλεκτίβα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κολεκτίβα
Αναφορές
- κολεκτίβα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.