κολεκτιβισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κολεκτιβισμός οι κολεκτιβισμοί
      γενική του κολεκτιβισμού των κολεκτιβισμών
    αιτιατική τον κολεκτιβισμό τους κολεκτιβισμούς
     κλητική κολεκτιβισμέ κολεκτιβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολεκτιβισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική collectivisme < collectif (με τη σημασία της κολεκτίβας) + -isme[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.le.ktiˈvi.zmos/

Ουσιαστικό

κολεκτιβισμός αρσενικό

Ταυτόσημο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.