κολασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κολασμός | οι | κολασμοί |
| γενική | του | κολασμού | των | κολασμών |
| αιτιατική | τον | κολασμό | τους | κολασμούς |
| κλητική | κολασμέ | κολασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κολασμός < (ελληνιστική κοινή) κολασμός < αρχαία ελληνική κολάζω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κολάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.