κοκκυγικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοκκυγικός | η | κοκκυγική | το | κοκκυγικό |
| γενική | του | κοκκυγικού | της | κοκκυγικής | του | κοκκυγικού |
| αιτιατική | τον | κοκκυγικό | την | κοκκυγική | το | κοκκυγικό |
| κλητική | κοκκυγικέ | κοκκυγική | κοκκυγικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοκκυγικοί | οι | κοκκυγικές | τα | κοκκυγικά |
| γενική | των | κοκκυγικών | των | κοκκυγικών | των | κοκκυγικών |
| αιτιατική | τους | κοκκυγικούς | τις | κοκκυγικές | τα | κοκκυγικά |
| κλητική | κοκκυγικοί | κοκκυγικές | κοκκυγικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοκκυγικός < κόκκυγας + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική coccygien[1])
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κόκκυγας
Μεταφράσεις
κοκκυγικός
|
|
- κοκκυγικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.