κοιτώνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοιτώνας οι κοιτώνες
      γενική του κοιτώνα των κοιτώνων
    αιτιατική τον κοιτώνα τους κοιτώνες
     κλητική κοιτώνα κοιτώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοιτώνας < αρχαία ελληνική κοιτών

Ουσιαστικό

κοιτώνας αρσενικό

  1. το υπνοδωμάτιο
  2. ο χώρος για ύπνο δύο ή περισσότερων ατόμων σε ιδρύματα, στρατώνες κτλ.

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.