κοιτώνας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κοιτώνας | οι | κοιτώνες |
| γενική | του | κοιτώνα | των | κοιτώνων |
| αιτιατική | τον | κοιτώνα | τους | κοιτώνες |
| κλητική | κοιτώνα | κοιτώνες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοιτώνας < αρχαία ελληνική κοιτών
Ουσιαστικό
κοιτώνας αρσενικό
- το υπνοδωμάτιο
- ο χώρος για ύπνο δύο ή περισσότερων ατόμων σε ιδρύματα, στρατώνες κτλ.
Μεταφράσεις
υπνοδωμάτιο
|
→ δείτε τη λέξη υπνοδωμάτιο |
Πηγές
- κοιτώνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.