κοινωνιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοινωνιστικός | η | κοινωνιστική | το | κοινωνιστικό |
| γενική | του | κοινωνιστικού | της | κοινωνιστικής | του | κοινωνιστικού |
| αιτιατική | τον | κοινωνιστικό | την | κοινωνιστική | το | κοινωνιστικό |
| κλητική | κοινωνιστικέ | κοινωνιστική | κοινωνιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοινωνιστικοί | οι | κοινωνιστικές | τα | κοινωνιστικά |
| γενική | των | κοινωνιστικών | των | κοινωνιστικών | των | κοινωνιστικών |
| αιτιατική | τους | κοινωνιστικούς | τις | κοινωνιστικές | τα | κοινωνιστικά |
| κλητική | κοινωνιστικοί | κοινωνιστικές | κοινωνιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοινωνιστικός < κοινωνιστ(ής) + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.no.ni.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐νω‐νι‐στι‐κός
Επίθετο
κοινωνιστικός, -ή, -ό
- (παρωχημένο, πολιτική) ο σοσιαλιστικός
- ※ Σ’ αυτή τη συγκέντρωση, όπως και σε όλη την προεκλογική του εκστρατεία, η κύρια ιδέα που προβάλλει είναι η δημιουργία μιας 6ης Δημοκρατίας, η οποία θα έρθει να αντικαταστήσει το σύστημα της 5ης Δημοκρατίας που ισχύει από το 1958, οδηγώντας τη Γαλλία σε μια ευρεία πολιτική και διοικητική αποκέντρωση και σε θεσμούς περισσότερο κοινωνιστικούς για την οικονομία και συμμετοχικούς για τους πολίτες.
- Πολυδεύκης Παπαδόπουλος, Ζαν Λικ Μελανσόν-Ο “ανυπότακτος” αριστερός, ertnews.gr, 26 Μαρτίου 2017
- ※ Σ’ αυτή τη συγκέντρωση, όπως και σε όλη την προεκλογική του εκστρατεία, η κύρια ιδέα που προβάλλει είναι η δημιουργία μιας 6ης Δημοκρατίας, η οποία θα έρθει να αντικαταστήσει το σύστημα της 5ης Δημοκρατίας που ισχύει από το 1958, οδηγώντας τη Γαλλία σε μια ευρεία πολιτική και διοικητική αποκέντρωση και σε θεσμούς περισσότερο κοινωνιστικούς για την οικονομία και συμμετοχικούς για τους πολίτες.
Μεταφράσεις
κοινωνιστικός
|
→ δείτε τη λέξη σοσιαλιστικός |
Πηγές
- κοινωνιστικός σελ.3984 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- κοινωνιστικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.