κοινωνιολόγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κοινωνιολόγος οι κοινωνιολόγοι
      γενική του/της κοινωνιολόγου των κοινωνιολόγων
    αιτιατική τον/την κοινωνιολόγο τους/τις κοινωνιολόγους
     κλητική κοινωνιολόγε κοινωνιολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοινωνιολόγος < κοινωνιολογ(ία) + -ος, λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sociologue < socio- + -logue (κοινωνιο- + -λόγος)[1]

Ουσιαστικό

κοινωνιολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  • (κοινωνιολογία, επάγγελμα) επιστήμονας - ερευνητής που ασχολείται με την κοινωνιολογία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.