κοινωνικοποιητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοινωνικοποιητικός η κοινωνικοποιητική το κοινωνικοποιητικό
      γενική του κοινωνικοποιητικού της κοινωνικοποιητικής του κοινωνικοποιητικού
    αιτιατική τον κοινωνικοποιητικό την κοινωνικοποιητική το κοινωνικοποιητικό
     κλητική κοινωνικοποιητικέ κοινωνικοποιητική κοινωνικοποιητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοινωνικοποιητικοί οι κοινωνικοποιητικές τα κοινωνικοποιητικά
      γενική των κοινωνικοποιητικών των κοινωνικοποιητικών των κοινωνικοποιητικών
    αιτιατική τους κοινωνικοποιητικούς τις κοινωνικοποιητικές τα κοινωνικοποιητικά
     κλητική κοινωνικοποιητικοί κοινωνικοποιητικές κοινωνικοποιητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοινωνικοποιητικός < κοινωνικοποιώ + -τικός

Επίθετο

κοινωνικοποιητικός[1]

Μεταφράσεις

  1. κοινωνικοποιητικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.