κοινοτάφιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοινοτάφιο τα κοινοτάφια
      γενική του κοινοταφίου
& κοινοτάφιου
των κοινοταφίων
    αιτιατική το κοινοτάφιο τα κοινοτάφια
     κλητική κοινοτάφιο κοινοτάφια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοινοτάφιο < αρχαία ελληνική κοινοτάφιον

Ουσιαστικό

κοινοτάφιο ουδέτερο

  • κοινός τάφος
    Αποφασίσθηκε ομόφωνα η δημιουργία κοινοταφίου, όπου θα τοποθετηθούν τα μη ονοματισμένα οστά από τις κατεστραμμένες οστεοθήκες και στήλη, όπου θα αναγραφούν τα ονόματα, σύμφωνα με τα αρχεία των υπηρεσιών του Δήμου και την δήλωση των οικείων των θανόντων. (Κοινοτάφιο Θα Δημιουργηθεί Στο Δημοτικό Κοιμητήριο, 5 Νοεμβρίου, 2008, https://www.karditsanews.gr/ )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.