κλώσσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλώσσα οι κλώσσες
      γενική της κλώσσας των κλωσσών
    αιτιατική την κλώσσα τις κλώσσες
     κλητική κλώσσα κλώσσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈklo.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλώσσα

Ετυμολογία 1

κλώσσα < ελληνιστική κοινή κλῶσσα < κλώσσω (αναδρομικός σχηματισμός)[1] < αρχαία ελληνική κλώζω < (ηχομιμητική λέξη)[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈklo.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλώσσα

Ουσιαστικό

κλώσσα[3] θηλυκό

  • (πτηνό) ετυμολογική γραφή του κλώσα

Συγγενικά

 δείτε και τη λέξη κλωσάω

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κλωσσώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)

Ετυμολογία 2

κλώσσα : μορφή ρήματος

Ρηματικός τύπος

κλώσσα

Ομώνυμα / Ομόηχα

Παρώνυμα

  • κλωσσά / κλωσά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.