κλοπιμαία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | κλοπιμαία | ||
| γενική | των | κλοπιμαίων | ||
| αιτιατική | τα | κλοπιμαία | ||
| κλητική | κλοπιμαία | |||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλοπιμαία< ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κλοπιμαίος < ελληνιστική κοινή κλοπιμαῖος < κλόπιμος < αρχαία ελληνική κλοπή < κλέπτω
Προφορά
- ΔΦΑ : /klo.piˈme.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλο‐πι‐μαί‐α
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κλοπιμαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κλοπιμαίος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κλοπιμαίος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.