κλιματιστικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλιματιστικό τα κλιματιστικά
      γενική του κλιματιστικού των κλιματιστικών
    αιτιατική το κλιματιστικό τα κλιματιστικά
     κλητική κλιματιστικό κλιματιστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
οικιακό κλιματιστικό σε τοίχο

Ετυμολογία

κλιματιστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κλιματιστικός

Ουσιαστικό

κλιματιστικό αρσενικό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κλιματιστικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.