κλεπτοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κλεπτοκρατία | οι | κλεπτοκρατίες |
| γενική | της | κλεπτοκρατίας | των | κλεπτοκρατιών |
| αιτιατική | την | κλεπτοκρατία | τις | κλεπτοκρατίες |
| κλητική | κλεπτοκρατία | κλεπτοκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλεπτοκρατία < αγγλική kleptocracy < αρχαία ελληνική κλέπτης + κράτος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
κλεπτοκρατία θηλυκό
Μεταφράσεις
κλεπτοκρατία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.