κλειτορισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κλειτορισμός | οι | κλειτορισμοί |
| γενική | του | κλειτορισμού | των | κλειτορισμών |
| αιτιατική | τον | κλειτορισμό | τους | κλειτορισμούς |
| κλητική | κλειτορισμέ | κλειτορισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλειτορισμός < κλειτοριδισμός με απλολογία [toɾið] > [toɾ] < κλειτορίδ(α) + -ισμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /kli.to.ɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλει‐το‐ρι‐σμός
Μεταφράσεις
κλειτορισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.