κλαβικύμβαλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κλαβικύμβαλο | τα | κλαβικύμβαλα |
| γενική | του | κλαβικυμβάλου & κλαβικύμβαλου |
των | κλαβικυμβάλων |
| αιτιατική | το | κλαβικύμβαλο | τα | κλαβικύμβαλα |
| κλητική | κλαβικύμβαλο | κλαβικύμβαλα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλαβικύμβαλο < ιταλική clavicembalo
Προφορά
- ΔΦΑ : /kla.viˈciɱ.va.lo/
Ταυτόσημο
- κλαβιτσίμπαλο (σπανιότερο)
- τσέμπαλο (συνηθέστερο)
Συγγενικά
- κλαβίχορδο ή κλάβικορντ
- κλειδοκύμβαλο (το πιάνο)
Μεταφράσεις
κλαβικύμβαλο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.