κιμωλία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κιμωλία | οι | κιμωλίες |
| γενική | της | κιμωλίας | των | κιμωλιών |
| αιτιατική | την | κιμωλία | τις | κιμωλίες |
| κλητική | κιμωλία | κιμωλίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κιμωλία < αρχαία ελληνική Κιμωλία γῆ< Κίμωλος
Ουσιαστικό
κιμωλία θηλυκό

το χέρι με την κιμωλία
- λευκό, μαλακό και εύθριπτο ασβεστολιθικό πέτρωμα
- ένα κομμάτι από αυτό το πέτρωμα που χρησιμοποιείται για γράψιμο σε μαυροπίνακα
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κιμωλία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.