κιβωτοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κιβωτοειδής | η | κιβωτοειδής | το | κιβωτοειδές |
| γενική | του | κιβωτοειδούς* | της | κιβωτοειδούς | του | κιβωτοειδούς |
| αιτιατική | τον | κιβωτοειδή | την | κιβωτοειδή | το | κιβωτοειδές |
| κλητική | κιβωτοειδή(ς) | κιβωτοειδής | κιβωτοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κιβωτοειδείς | οι | κιβωτοειδείς | τα | κιβωτοειδή |
| γενική | των | κιβωτοειδών | των | κιβωτοειδών | των | κιβωτοειδών |
| αιτιατική | τους | κιβωτοειδείς | τις | κιβωτοειδείς | τα | κιβωτοειδή |
| κλητική | κιβωτοειδείς | κιβωτοειδείς | κιβωτοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κιβωτοειδής < ελληνιστική κοινή κιβωτοειδής
Μεταφράσεις
κιβωτοειδής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.